- θερμηρός
- θερμηρός, -ά, -όν (Α)1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόνμιλιάριον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός* (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμηροῦ — θερμηρός for hot liquid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek